Πριν από λίγες ημέρες διάβασα το βιβλίο του Δημήτρη Μαλέση με τίτλο Ήττα Θρίαμβος Καταστροφή, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Ο συγγραφέας απαντά σε κάποιες ερωτήσεις μου και τον ευχαριστώ πολύ.
- Το βιβλίο σας μελετά τη δομή και την οργάνωση του ελληνικού στρατού σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος βρισκόταν σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο και ετοιμαζόταν να επεκταθεί εδαφικά. Τι σας ώθησε σε μια ανάλογη μελέτη;
Η Ιστορία ως γνωστικό αντικείμενο διδάσκεται στα εννέα από τα 12 συνολικά χρόνια της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης. Έχετε αναρωτηθεί τι γνωρίζει η συντριπτική πλειονότητα των αποφοίτων του Λυκείου μετά από εκατοντάδες ώρες διδασκαλίας και τυφλής αποστήθισης της ύλης-για να περιοριστούμε μόνο στους «άριστους», αυτούς που λένε το μάθημα «νεράκι» στο σχολείο. Ελάχιστες γνώσεις και αυτές αποσπασματικές, χωρίς καμία κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι, υπολείμματα ενός στείρου ψιττακισμού, όπως ακριβώς επιβάλλει το εκπαιδευτικό σύστημα. Κι όμως η Ιστορία θέλγει, αρέσει, «πουλάει», συνήθως όμως μετά τη σχολική εμπειρία. Και τότε τη διαβάζουν, την επικαλούνται, οι πάντες. Συνήθως, όμως, ως συνωμοσιολογία, ως «αποκάλυψη» άγνωστων ντοκουμέντων, που λαμβάνονται αφειδώς από αμφίβολης-ή πιο σωστά, ανύπαρκτης-επιστημονικής εγκυρότητας έντυπα. Η Ιστορία, λοιπόν, έχει αυτό το σπάνιο προνόμιο, εν σχέσει με άλλες επιστήμες: να τη «γνωρίζουν» άπαντες και να κραδαίνουν τα επιχειρήματά τους σε λεκτικούς διαξιφισμούς, επικαλούμενοι «αλήθειες» που οι ίδιοι κατέχουν, όταν «αναδίφησαν» σε «άγνωστα ντοκουμέντα και πτυχές», «αποκαλυπτικά» σκοτεινών κύκλων και προθέσεων. Ή έστω, ως αποθησαύριση γνώσεων, για να τους δοθεί ο επίζηλος τίτλος της «κινητής εγκυκλοπαίδειας».
Τα λέω όλα αυτά για να δείξω ότι ένα βιβλίο Ιστορίας θα πρέπει να αναζητήσει άλλες διεξόδους και να προτείνει-με τον τρόπο του ο κάθε συγγραφέας, αρκεί να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο- έναν τρόπο κατανόησης του ιστορικού παρελθόντος. Να ανατάμνει, όσο μπορεί, τις κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες, να θέσει ερωτήματα και να εντοπίσει εκείνα ακριβώς τα σημεία που παρέχουν επαρκή, έστω και προς συζήτηση, ερμηνευτικά σχήματα. Να κατανοήσει το παρελθόν, έχοντας στραμμένη τη ματιά του στο παρόν και το μέλλον. Και σήμερα, ο κάθε πολίτης, «μεγαλοσχήμων» ή μη, επικαλείται τα «διδάγματα» της Ιστορίας, θέλοντας να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο για ζητήματα που άπτονται της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας, να οικοδομήσει θέσεις που θα εδράζονται σε στέρεες ιστορικές βάσεις. Αυτά, λοιπόν, που συνέβαιναν πριν έναν μόλις αιώνα, αν κατανοηθούν και ερμηνευθούν επαρκώς, αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για να εγκύψουμε στο σήμερα και να χαράξουμε το αύριο χωρίς εν θερμώ υστερικές συμπεριφορές και στείρες αγκυλώσεις. Η Ιστορία, βεβαίως, δεν «επαναλαμβάνεται», όπως το θέλει ο συρμός, οι ιστορικοί όμως κύκλοι αποδεικνύουν την αδυσώπητη επικαιρότητα. Τα ερωτήματα που απασχολούν, συνεπώς, έναν ιστορικό για τα ζητήματα που σχετίζονται με την Ελλάδα, τα Βαλκάνια ή τις Δυνάμεις πριν από έναν αιώνα τίθενται με ανάλογη βαρύτητα και οξύτητα σήμερα.
- Το 1897 στοίχισε αρκετά στη χώρα μας και στάθηκε αφορμή να αναδιαρθρωθεί ο στρατός. Τι μας οδήγησε στο μαύρο 1897;
Αν μελετήσει κανείς τον ημερήσιο τύπο της εποχής ή, ακόμη καλύτερα τα Πρακτικά των Συζητήσεων της βουλής του 1896-1897, θα διαπιστώσει την ανεπίγνωστη εθνικιστική παραζάλη που χαρακτήριζε το σύνολο των διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Στο όνομα της Μεγάλης Ιδέας, που οιστρηλατούσε το Πανελλήνιο, διαπράχθηκαν ολέθρια σφάλματα, κυρίως θυσία στο βωμό τής, χωρίς αρχές, ψηφοθηρίας αλλά και των ανορθολογικών εκτιμήσεων της πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Και ενώ όλοι συνηγόρησαν με ενθουσιασμό στη δυναμική ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι πρώτες ήττες στο στρατιωτικό μέτωπο αποκάλυψαν τις δονκιχωτικού χαρακτήρα εκτιμήσεις. Αλλά, όπως ξέρουμε, η «ήττα είναι ορφανή», αντιθέτως «η νίκη έχει πολλούς πατεράδες». Ποιος έφταιγε για το άγος του ’97; Όλοι έδειχναν τον «άλλο»! Ουδεμία προσπάθεια ανάληψης ευθυνών και αυτοκριτικής από τους ποικίλους ηγήτορες. Η έλλειψη σχεδιασμού, εκτίμησης των διεθνών συσχετισμών, της οικτρής οικονομικής και, συνεπώς, στρατιωτικής πραγματικότητας που χαρακτήριζε το ελληνικό κράτος, της ορθολογικής εκτίμησης όλων των δεδομένων, οδήγησαν σε μια πολεμόχαρη οπερέτα και μια ταπεινωτική ήττα ακριβώς πριν από 120 χρόνια. Εξάλλου, δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Χ. Τρικούπης είχε πει το τολμηρό, για την εποχή, ότι ο ελληνικός στρατός ήταν ακόμη «αγέλη», αδύναμος να εκπληρώσει οποιαδήποτε αλυτρωτική πολιτική.
- Ποιες αλλαγές έφερε το 1897 στη πολιτική και στη στρατιωτική ζωή της χώρας;
Το 1897, αν συνδυαστεί με την πτώχευση του 1893, μας δίνει μια επαίσχυντη «τριλογία», με την οποία σφραγίζεται το τέλος του 19ου αιώνα, καθώς το 1898 επιβλήθηκε ο Δ.Ο.Ε., δηλαδή ο ασφυκτικός έλεγχος από έξι ευρωπαϊκές δυνάμεις στα οικονομικά πράγματα της χώρας-τι ειρωνεία για όποιον σήμερα μελετά την ιστορική αυτή περίοδο! Έτσι αναλαμβανόταν η εξόφληση των πιστωτών και καταβαλλόταν η πολεμική αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να επανακτηθεί η Θεσσαλία. Βέβαια, και αυτό είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου, το σημείο ναδίρ στην εσωτερική ζωή της χώρας και ο φαύλος κύκλος των εθνικών κρίσεων, αποτέλεσαν αφορμή για περίσκεψη, έστω και μέσα σε συνθήκες εθνικής αυτομεμψίας και εσωστρέφειας. Δε θα πρέπει να αγνοηθεί, επίσης, το γεγονός ότι, παρά τους εθνικά ταπεινωτικούς όρους που επέβαλε ο Δ.Ο.Ε., τα δημόσια οικονομικά άρχισαν σταδιακά να βελτιώνονται και η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας να ανακάμπτει. Ως θετική εξέλιξη μπορεί να ιδωθεί επίσης, παρά τη στρατιωτική ήττα στη Θεσσαλία, η παραχώρηση της αυτονομίας στην Κρήτη το 1898, προμήνυμα της ένωσης που ακολούθησε μετά από 15 χρόνια. Καθοριστικής σημασίας πάντως γεγονός, με μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες υπήρξε η θέσπιση της Γενικής Διοίκησης το 1900 και η υπαγωγή του στρατεύματος στον φιλόδοξο διάδοχο Κωνσταντίνο. Η πρόθεση ήταν να απεμπλακεί ο στρατός από την κομματική διαμάχη, πλην όμως ενεπλάκη στους σχεδιασμούς του κύκλου του Παλατιού, ως βασιλικός περισσότερο στρατός, με τον Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες να δημιουργούν μια κλειστή ομάδα ευνοούμενων αξιωματικών και να εμπεδώνεται σταδιακά ένα πνεύμα αναξιοκρατίας. Αυτή η πρακτική προκαλούσε δυσφορία και αντιδράσεις στην πλειονότητα των αξιωματικών, γεγονός που συνιστά από μόνο του μια από τις γενεσιουργές αιτίες του μετέπειτα διχασμού.
Γενικότερα πάντως, το πάθημα το ’97 υπέδειξε στις ηγεσίες ότι η άσκηση αλυτρωτικής πολιτικής δε θα μπορούσε να στηρίζεται σε εν θερμώ αποφάσεις και τα εθνικά θέματα να γίνονται βορά μικροπολιτικών και προεκλογικών εξαγγελιών, όπως επανειλημμένα είχε συμβεί τον 19ο αιώνα.
- Μέσα σε μια δεκαετία φτιάχτηκε αξιόμαχος στρατός, ο οποίος θριάμβευσε στους Βαλκανικούς πολέμους. Τι μεσολάβησε;
Το ζήτημα της καλής οργάνωσης του στρατού που οδήγησε στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους κατέστη ένα από τα πλέον επίμαχα ζητήματα, που συνδυάστηκε με τις σκοπιμότητες και τις αντιμαχίες του εθνικού διχασμού. Για τη μια παράταξη, το έργο της στρατιωτικής οργάνωσης ήταν αποκλειστικά φροντίδα των κυβερνήσεων του Γεωργίου Θεοτόκη, ενώ για την αντίθετη πλευρά-αν και με λιγότερη απολυτότητα-υπογραμμίζεται ο ανορθωτικός ρόλος του Ε. Βενιζέλου μετά το 1910. Κατά τη γνώμη μου η αλήθεια βρίσκεται στη σύζευξη αυτών των δύο απόψεων, καθώς δεν μπορεί να αγνοηθεί το πράγματι ουσιαστικό έργο του Κερκυραίου πολιτικού και, βέβαια, μόνο η παραταξιακή προκατάληψη θα αγνοούσε την τιτάνια και βάσει μακροπρόθεσμου σχεδιασμού προσπάθεια του ηγέτη των Φιλελευθέρων. Μεσολάβησε, βέβαια, και το κίνημα στο Γουδί, το οποίο ανέτρεψε ισορροπίες στην ηγεσία του στρατεύματος και μερίμνησε για τον καλύτερο εξοπλισμό, έναν τομέα με πολλά τρωτά και αδυναμίες μέχρι τότε. Ο ‘’Στρατιωτικός Σύνδεσμος’’, ωστόσο, λειτούργησε καταλυτικά κυρίως γιατί μεσολάβησε ώστε να εισέλθει δυναμικά στην ελλαδική πολιτική κονίστρα ο Βενιζέλος. Σε όλα αυτά να προστεθεί και η αρωγή των στρατιωτικών αποστολών Γαλλίας και Αγγλίας, οι οποίες ανέλαβαν το 1911 την αρτιότερη οργάνωση του στρατού και του ναυτικού αντίστοιχα.
Το σίγουρο είναι ότι το στράτευμα του 1912 δεν είχε καμία σχέση με ό,τι πολέμησε το 1897.
- Τι ρόλο έπαιξε ο στρατός στον Εθνικό Διχασμό που ακολούθησε;
Ο ρόλος του σώματος των αξιωματικών στον διχασμό της δεκαετίας του 1910 υπήρξε καταλυτικός και πολλαπλώς καθοριστικός. Κι αυτό, διότι επρόκειτο για μια δεκαετία αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινητοποιήσεων και πολεμικών συρράξεων, κατά την οποία το ένοπλο τμήμα του έθνους είχε βαρύνοντα ρόλο. Η εκτίμηση του κάθε στρατιωτικού για την ενδεδειγμένη πολιτική, τα πράγματι βασανιστικά ερωτήματα των περισσότερων βαθμοφόρων για την -παραταξιακή ουσιαστικά- επιλογή που έπρεπε να κάνει αλλά και το δίλημμα για το ποια ήταν η εθνικώς συμφέρουσα εξωτερική πολιτική, είναι ζητήματα που μόνο μέσα στη δίνη ενός σκληρού εμφυλίου μπορούν να κατανοηθούν και να επισημανθεί η σπουδαιότητά τους. Η εξασφάλιση της στρατιωτικής ισχύος ήταν πρόκριμα άμεσης προτεραιότητας για τις δύο παρατάξεις, διότι παρείχε σε μεγάλο βαθμό το ασφαλέστερο μέσο για να επιβληθεί. Από τη στιγμή που το σώμα των αξιωματικών ενεπλάκη στην κλιμακούμενη παραταξιακή διαμάχη, ακολούθησε ένας ανοδικός σπειροειδής φανατισμός, που προκάλεσε βαθιές ρηγματώσεις, ανατροπές στην ιεραρχία, επικράτηση της αυθαιρεσίας, άσκηση σε πολλές περιπτώσεις τυφλής βίας και υπονόμευση της απαραίτητης εθνικής ενότητας, σε περίοδο μάλιστα που το μέτωπο των εθνικών διεκδικήσεων δεν είχε κλείσει. Η πόλωση που δημιουργήθηκε στο σώμα των αξιωματικών θα έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες και τα επόμενα χρόνια.
- Ποιος ήταν ο ρόλος του στρατού στη πολιτική κατάσταση της χώρας όλα αυτά τα χρόνια;
Ο ρόλος του στρατού στο νεοελληνικό κράτος ήδη από τη σύστασή του, όταν χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές μέσο για την κατίσχυση της κεντρικής οθωνικής εξουσίας εις βάρος του φυγόκεντρου τοπικισμού, υπήρξε πολύ σημαντικός. Οι ανακατατάξεις στη Βαλκανική στα τέλη του 19ου αιώνα και οι ανταγωνισμοί των Δυνάμεων στη Ν. Α. Ευρώπη κατά τις αρχές του 20ου σε συνδυασμό με το αδιάπτωτο ενδιαφέρον των ελληνικών ηγεσιών για την άσκηση αλυτρωτικής πολιτικής, διατήρησε διαχρονικά το ζήτημα της οργάνωσης του στρατού στην κορυφή της πολιτικής επικαιρότητας, συνεπώς και των εκάστοτε κομματικών αντεγκλήσεων. Αυτή η αναμφισβήτητη διαπίστωση παρέχει από μόνη της δείγμα της σημασίας που είχε ο στρατός και ως εκ τούτου καθίσταται ευεξήγητος ο ρόλος του σε μια περίοδο πολεμικών συρράξεων και μεταβολών των συνόρων. Επιπλέον, την 25ετία 1897-1922 θα εγκαινιαστεί κατά τρόπο εμφατικό και θα εμπεδωθεί η αντίληψη του «δικαιώματος» από ορισμένους αξιωματικούς να επεμβαίνουν για να δώσουν «λύσεις» σε πολιτικά και εθνικά αδιέξοδο. Οι αξιωματικοί χειραφετούνται από τους πολιτικούς προστάτες και επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους, όταν το επιτρέπουν οι συγκυρίες, το ρόλο του «σωτήρα». Από την πλευρά τους οι πολιτικές ηγεσίες δε φαίνονται να ενοχλούνται από τέτοιες πρακτικές, αν η οπλική ενίσχυση εξυπηρετούσε τα κομματικά τους συμφέροντα. Συνεπώς, τόσο στα εξωτερικά όσο και στα εσωτερικά ζητήματα ο στρατός κατείχε κομβικό ρόλο.
Σχολιάστε