Πριν λίγες ημέρες ολοκλήρωσα το βιβλίο του Βασίλη Σάνδρη με τίτλο Πορεία θανάτου. Ο συγγραφέας απαντά σε κάποιες ερωτήσεις μου και τον ευχαριστώ πολύ.
- Καταπιάνεστε με ένα θέμα όχι και τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, τι σας οδήγησε στην απόφασή σας αυτή;
Τα κίνητρα να ασχοληθώ με την καυτή περίοδο του ελληνικού εμφυλίου, και ιδιαίτερα με ορισμένα αμφισβητούμενα και δύσκολα περιστατικά, πήγασαν από μια εσωτερική ανάγκη να πληροφορηθώ τι και πώς συνέβη από πρώτο χέρι, από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα, χωρίς οι ίδιοι όμως να κατέχουν κάποια ηγετική θέση και να έχουν έτσι μια οποιαδήποτε δέσμευση στις απόψεις τους.
Όταν ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων αφήνει πίσω του για ένα συγκεκριμένο γεγονός γραπτές και αποσπασματικές πηγές, αυτές μπορεί να είναι ανακριβείς, αλλά κυρίως μονομερείς. Έτσι αγνοούνται οι άνθρωποι που έζησαν διαφορετικές εμπειρίες και χάνονται σημαντικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και την επικράτηση ενός μονόπλευρου ιστορικού «ηρωικού» αφηγήματος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που ενδιέφερε δεν ήταν η άποψη των ηγεσιών, οι οποίες για δικούς τους λόγους μπορεί να καταγράφουν τα γεγονότα επηρεασμένες από ιδεολογικές ή άλλες επιδράσεις, αλλά πώς τα γεγονότα αφομοιώθηκαν και καταγράφηκαν στη συνείδηση των «απλών ανθρώπων» και κυρίως των «άμαχων». Άλλωστε οι επιδιώξεις των ηγεσιών για διαφόρους λόγους μπορεί πολλές φορές να διαφέρουν ριζικά από αυτές των απλών μελών ενός κινήματος ή μιας παράταξης !..
Η αποσιώπηση, αντίθετα, της άποψης των «απλών» ατόμων που έλαβαν μέρος ή ακόμη περισσότερο συνέβαλαν και με αυτόν τον τρόπο υπήρξαν από τους κύριους δημιουργούς του ιστορικού γεγονότος, μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ταξιαρχίας των Αόπλων Ρούμελης επιδίωξη του γράφοντος με αφετηρία και την καταγωγή του (από Λαμία), αλλά και τη διαμονή του (Λάρισα), ήταν να μελετήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες νέοι και νέες στρατολογήθηκαν και ακολούθησαν την Πορεία, τις σχέσεις τους με τους συνοδοιπόρους και τα στελέχη, τα κίνητρα και τα βιώματα αυτών που την εγκατέλειψαν, καθώς τέλος και τις εμπειρίες εκείνων που εντάχθηκαν στα μάχιμα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και τη μετέπειτα πορεία τους. Γενικεύοντας θα έλεγα αναζητήθηκαν και αναδείχθηκαν οι εμπειρίες των άμαχων που βρέθηκαν άθελά τους ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, πράγμα που έχει προεκτάσεις μέχρι και στις μέρες μας !
- Τι ακριβώς ήταν η πορεία αόπλων Ρούμελης;
Το αντικείμενο της έρευνας αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στρατολόγησης και πορείας που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου από τον ΔΣΕ, η οποία ονομάστηκε από την επίσημη ιστοριογραφία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) «Ηρωική Πορεία» και χαρακτηρίστηκε από τον επικεφαλής ενός τμήματος της πορείας, ως «Λαϊκό Διαμάντι» τον Αύγουστο του 1948, ενώ 60 περίπου χρόνια αργότερα ο ίδιος το χαρακτήρισε ως ένα «…ένα εγκληματικό και αποτρόπαιο γεγονός» ή ακόμα και ως «Πορεία Θανάτου»!
Εν συντομία πρόκειται για τη βίαιη στη συντριπτική της πλειοψηφία στρατολόγηση χιλίων νέων (αγοριών και κοριτσιών) ηλικίας από δεκατεσσάρων ετών και πάνω από τα ορεινά χωριά της Ρούμελης, που με την προσθήκη άλλων 400-500 νέων από τη Θεσσαλία έφθασαν τον αριθμό των 1.400-1.500 ατόμων. Η πορεία, η οποία συνοδεύονταν από ένοπλα τμήματα, ξεκίνησε από τη Βράχα-Κλειτσό-Φουρνά της Ευρυτανίας και διασχίζοντας την Όθρυ κατέβηκε στον θεσσαλικό κάμπο, όπου άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις. Διασχίζοντας τη λίμνη Κάρλα, όπου υπήρξαν συγκρούσεις με τον Στρατό και απώλειες και το Μαυροβούνι κατέληξαν στο χωριό του ανατολικού Κισσάβου Καρίτσα. Από εκεί χωρισμένοι σε δυο ομάδες πέρασαν τον Πηνειό, με το πρώτο τμήμα να πέφτει σε αλλεπάλληλες ενέδρες του Στρατού και να έχει υποστεί πολλές απώλειες σε νεκρούς, τραυματίες και εγκαταλείψαντες για να καταλήξουν στις κορφές των Πιερίων.
Εκεί αφού είχαν επισημανθεί και περικυκλωθεί από τον Στρατό και αφού προσπάθησαν να διαφύγουν την πρώτη φορά χάνοντας πολλούς ενόπλους και αόπλους από τις συγκρούσεις και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, κατόρθωσαν τη δεύτερη φορά, όσοι απόμειναν, να διαφύγουν προς τα Αντιχάσια, όπου έπεσαν πάλι σε ενέδρες, τα Χάσια για να καταλήξουν στον Γράμμο τελικά 300-350 άοπλοι, ενώ υπήρξαν και μεγάλες απώλειες από τα ένοπλα τμήματα, που συνόδευαν τους αόπλους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι άοπλοι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τον πόλεμο, αλλά και τις καιρικές συνθήκες τον χιονιά (σε όλη σχεδόν τη διαδρομή οι θερμοκρασίες ήταν πολύ κάτω από το μηδέν), την πείνα, την έλλειψη κατάλληλου ιματισμού και υπόδησης, τη δυσπιστία προς και από τον σύντροφο, τον φόβο του άγνωστου, τον φόβο του αντιπάλου από τον οποίο όμως αναζητούσαν τη σωτηρία τους !
- Γιατί δεν πήρε τις διαστάσεις που της άρμοζε ως ιστορικό γεγονός;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να είναι η εξής:
- Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι νικητές του εμφυλίου μετά το ’74 ειδικά δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στα πλαίσια της συμφιλίωσης να αναδείξουν παρόμοια γεγονότα.
- Όσον αφορά τους ηττημένους μέχρι την αποκαθήλωση του πανίσχυρου Γεν. Γραμματέα Ν. Ζαχαριάδη το 1956-΄57 δεν τολμούσε κανείς να αμφισβητήσει την ηγεσία, η οποία ήταν άλλωστε υπεύθυνη για την απόφαση τόσο της στρατολόγησης, όσο και της διαδρομής.
Στην 7η Πλατιά Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1957 έγινε μια χλιαρή κριτική σχετικά με την συμπεριφορά του αποκαθηλωθέντα επικεφαλής της Πορείας Γ. Γούσια (εκτελέσεις τραυματιών και βραδυπορούντων κ.τ.λ.), αλλά στη συνέχεια αφέθηκε το γεγονός να ξεχαστεί, ίσως λόγω της τραγικής κατάληξης της πορείας, ευθύνες για την οποία έφερε όλη η ηγεσία.
Μετά τη μεταπολίτευση οι έχοντες οποιαδήποτε σχέση με την Ταξιαρχία των Αόπλων ανέφεραν στα απομνημονεύματά τους όσα τους αφορούσαν, πολλές φορές προσπαθώντας, είτε να αποσείσουν τις ευθύνες τους, είτε να τις επιρρίψουν σε άλλους, οι οποίες αναφορές σε καμία περίπτωση δεν απαρτίζουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της Πορείας.
Μόνο ο επικεφαλής ενός τμήματος της πορείας, ο Π. Ανταίος, εξέδωσε το 1999 ένα μυθιστόρημα, το οποίο αναφέρεται εκτενώς στην Πορεία, αλλά ως μυθιστόρημα βρίθει μυθοπλαστικών (όπως ο ίδιος σε συνέντευξή του δηλώνει), αλλά και πραγματικών στοιχείων, με αποτέλεσμα «ως μυθιστόρημα» να μην του δοθεί ιστορική αξία.
- Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδηγούσαν τους ανθρώπους στη συμμετοχή στην πορεία αυτή;
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο συντριπτικό ποσοστό η στρατολόγηση ήταν αναγκαστική ή ακόμη και βίαιη. Οι μέθοδοι της στρατολόγησης, όπως θα δει διαβάσει κανείς στις μαρτυρίες, ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν στους νέους ή στις οικογένειές τους άλλη επιλογή.
Από το μικρό ποσοστό των νέων που ακολούθησαν με τη θέλησή τους ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες, εμφορούνταν από ιδεολογικά κίνητρα, ενώ οι περισσότεροι ήταν αναγκασμένοι να επιλέξουν «ή με τον Στρατό ή με τον αντάρτη !». Και αυτό λόγω του φόβου των αντεκδικήσεων, όσων είχαν εκδηλωθεί υπέρ του ΔΣΕ. Έτσι δικαιολογείται η μαρτυρία, που αναφέρει ότι «κανένας δεν πήγε με τη θέλησή του!».
- Στο βιβλίο παίζουν σημαντικό ρόλο οι μαρτυρίες ατόμων που συμμετείχαν στην πορεία αυτή. Πως συνελέγησαν αυτές οι μαρτυρίες;
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε, όπως αναφέρθηκε, στη συγκέντρωση μαρτυριών, με σκοπό την ανάδειξη της άποψης και της εμπειρίας των αμάχων στρατολογημένων, οι οποίες ασφαλώς διασταυρώθηκαν με τις υπάρχουσες γραπτές πηγές.
Η αναζήτηση των ανθρώπων που συμμετείχαν ή είχαν μια οποιαδήποτε σχέση με την πορεία εμπεριείχε πολλές δυσκολίες, αφενός λόγω του μικρού αριθμού αυτών που επέζησαν, αλλά και λόγω της παρέλευσης άνω των 60 χρόνων από τότε που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, με αποτέλεσμα οι συμμετέχοντες, είτε να μην βρίσκονται πλέον στη ζωή, είτε να έχουν μετακινηθεί από τα χωριά τους προς άγνωστη κατεύθυνση.
Τελικά συγκεντρώθηκαν 33 μαρτυρίες από βιαίως στρατολογημένους, εθελοντές, από την ένοπλη συνοδεία, από την κυβερνητική πλευρά και από νέους τότε που έζησαν το πέρασμα της Ταξιαρχίας των Αόπλων Ρούμελης από το χωριό τους.
Αυτές μαγνητοφωνήθηκαν (οι περισσότερες βιντεοσκοπήθηκαν) συνήθως στον τόπο των γεγονότων και παραχωρήθηκαν εγγράφως από τους μάρτυρες στον συγγραφέα για περαιτέρω ιστορική χρήση. Ένα αντίγραφο της απομαγνητοφώνησης με το αντίστοιχο CD ή DVD στάλθηκε σε όσους κατέθεσαν τη μαρτυρία τους, ενώ ένα άλλο αντίγραφο έχει κατατεθεί, για λόγους τεκμηρίωσης από τον συγγραφέα, στον πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο εργαστήριο προφορικής ιστορίας.
- Πως συλλέξατε τις γραπτές πηγές;
Οι γραπτές πηγές ήταν σχετικά πιο εύκολο να βρεθούν στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στην τοπική εφημερίδα της Λάρισας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στην οποία περιγράφονται οι κινήσεις της Ταξιαρχίας αρκετά λεπτομερειακά, αλλά από την άποψη των κυβερνητικών δυνάμεων, καθώς και στα διάφορα απομνημονεύματα ηγετών του ΔΣΕ, οι οποίοι είχαν οποιαδήποτε σχέση με την Ταξιαρχία των Αόπλων.
Οι γραπτές πηγές, απαραίτητες για οποιαδήποτε έρευνα, εμπεριείχαν όμως αρκετές ασάφειες, ήταν αποσπασματικές, αλλά και μονόπλευρες και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούσαν τα βιώματα των αόπλων.
Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι το βιβλίο χωράει πολλές αναγνώσεις, όπως:
- Ο «άμαχος πληθυσμός» γενικά ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
- Οι αντιδράσεις και οι αποφάσεις του ατόμου, η συντροφικότητα, ο φόβος από φίλους και αντιπάλους, η δυσπιστία στον «σύντροφο», η ελπίδα σωτηρίας από τον «αντίπαλο» !
- Οι αποφάσεις του στενών συγγενών και της κοινωνίας του χωριού στις ακραίες καταστάσεις του εμφυλίου.
- Το δυσδιάκριτο του φίλου, του συντρόφου, του «σωτήρα» στις συγκεκριμένες καταστάσεις.
- Τέλος, πώς κατασκευάζεται ένα αφήγημα; Πώς γράφεται η ιστορία; Χωρίς τη συμμετοχή αυτών που τη βίωσαν;
Σχολιάστε